- παραπεπήδηκεν
- παραπηδάωoverleapperf ind act 3rd sg (attic ionic)παραπηδάωoverleapplup ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδαγωγείο — το (Α παιδαγωγεῑον) [παιδαγωγός] σχολείο («ὅτι δημαγωγὸς αὐτοῑς ἐκ παιδαγωγείου παραπεπήδηκεν ὁ Πομπήιος», Πλούτ.) αρχ. αίθουσα αναμονής σε σχολείο, όπου οι παιδαγωγοί περίμεναν για να παραλάβουν τα παιδιά … Dictionary of Greek
παραπηδώ — παραπηδῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. πηδώ σε μεγάλο ύψος ή μήκος 2. γλιστρώ καθώς πηδώ μσν. ξεπερνώ κάποιον με πήδημα αρχ. 1. παραβαίνω, παραβιάζω (εἰ πάντας παραπηδήσειαν τοὺς νόμους», Αισχίν.) 2. (για σκύλο) εφορμώ, επιτίθεμαι 3. μτφ. αναπηδώ στο βήμα… … Dictionary of Greek